- μεταπωλῶ
- μεταπωλέωpres subj act 1st sg (attic epic doric)μεταπωλέωpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταπωλώ — μεταπωλώ, μεταπώλησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: μεταπωλώ : μόνο σε επίσημο ύφος λόγου. Σπάνια η χρησιμοποίηση της παθητικής φωνής (μεταπωλούμαι, βλ. πίν. 74 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεταπωλώ — και μεταπουλώ και ματαπουλώ (Α μεταπωλώ, Μ μεταπουλῶ, έω) αγοράζω κάτι και τό πουλώ σε άλλους με σκοπό το κέρδος … Dictionary of Greek
μεταπώληση — η 1. (γενικά) η ενέργεια τού μεταπωλώ, η εκ νέου πώληση, το μεταπούλημα («η μεταπώληση τού σπιτιού δεν μού απέφερε τίποτε») 2. (ειδικά) η αγορά εμπορευμάτων και η πώλησή τους σε άλλον με κέρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταπωλώ. Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
αμεταπώλητος — η, ο [μεταπωλώ] αυτός που δεν μεταπωλήθηκε ή δεν είναι δυνατό να μεταπωληθεί … Dictionary of Greek
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek
μεταπουλώ — και ματαπουλώ (Μ μεταπουλῶ, έω) μεταπωλώ … Dictionary of Greek
μεταπρατώ — μεταπρατῶ, έω (Μ) [μεταπράτης] αγοράζω κάτι και τό πουλώ στους άλλους, μεταπωλώ … Dictionary of Greek
μεταπωλητής — και μεταπουλητής, ο 1. αυτός που ξαναπουλάει κάτι που αγόρασε 2. ο μεταπράτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταπωλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
ξαναπουλώ — (Μ ξαναπουλῶ, άω) 1. πουλώ ξανά 2. μεταπωλώ … Dictionary of Greek
παλιγκαπηλεύω — (Α) πωλώ κάτι λειανικά, μεταπωλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + καπηλεύω] … Dictionary of Greek